Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
Ξαφνικά χαμένη, με μια βαριά βαλίτσα να σέρνεται πίσω μου,
ένας ταξιδιώτης που περιπλανάται στην απεραντοσύνη του χρόνου.
Το σώμα μου θυμόταν το άγγιγμα σου, τη χαρά,
η μυρωδιά σου, το χάδι σου, τη ζεστασιά της ανάσας σου.
Ένα πρωί ξύπνησα, η ψυχή μου γέμισε πένθος!
Μεγάλωσα, γινόμουν απέραντη, κι εσύ άρχισες να ξεθωριάζεις.
Η μορφή σου έγινε αχνή, σαν οπτασία που εξαφανίζεται,
ένα μακρινό όνειρο, μια ευχή, μια λαχτάρα, μια ανικανοποίητη ανάγκη.
Σε αναζήτησα σαν ένας ταξιδιώτης που λαχταρά το σπίτι του,
πάνω στα αστέρια του ουρανού, αλλά ήσουν απλώς μια ανάμνηση.
Αναζήτησα την παρουσία σου σε λιβάδια πλημμυρισμένα με αγριολούλουδα,
μα καθώς έφτανα κοντά τους, εξαφανίζονταν σαν όνειρο.
Στα νανουρίσματα των παιδιών άκουγα την ουσία σου,
ωστόσο, η μορφή σου παρέμενε μια αμυδρή και μακρινή ανάμνηση.
Κάθε στιγμή, αναρωτιόμουν, πού είναι το σπίτι μου;
Χαμένη στην αναζήτησή μου, ένας ταξιδιώτης που αναζητά τον προορισμό του.
Φόβος κυρίεψε την ψυχή μου, ούρλιαξε και το σύμπαν σείστηκε.
Ως εκ θαύματος, άρχισα να συρρικνώνομαι, φωνάζοντας τρομαγμένη.
Και φάνηκες σαν το Πρωινό Αστέρι, προαναγγέλλοντας τον ήλιο,
για να ζεστάνει τα πλάσματα του κόσμου με το ακτινοβόλο φως σου.
Στάθηκες σαν τον Όλυμπο, περήφανη και μεγαλειώδης,
με ένα τρυφερό χαμόγελο, μια αγαπημένη αγκαλιά, με άρωμα γαρδένιας.
Σε έλεγαν Ζωή, η ενσάρκωση της ίδιας της Ζωής.
Με αγκάλιασες, με κράτησες κοντά σου και με οδήγησες στην καρδιά σου…
Ο ρυθμός της με συντόνισε στο χορό της ζωής.
Φώλιασα μέσα σου και η μελωδική φωνή σου ψιθύρισε…..
”Καλώς ήρθε πίσω στο σπίτι σου, παιδί μου”
Ο ήχος από μια βαριά βαλίτσα ακούστηκε να πέφτει και να διαλύεται…..
Και η ζεστασιά του ήλιου με αγκάλιασε για άλλη μια φορά.
Βρήκα τον προορισμό μου, το σπίτι μου, το σύμπαν μου, τον προορισμό μου…
Είμαι στη ροή της ζωής, εκεί που ανήκα πάντα.
Άννα Κυριακίδου
The lost traveler
Suddenly lost, a heavy suitcase dragging behind,
a time traveler adrift in the vast expanse of time.
My body was remembering your touch, the exhilaration,
your scent, your caress, the warmth of your breath.
One morning I awoke, my soul filled with mourning,
I grew, becoming immense, and you began to fade.
Your form turned faint, like a vanishing apparition,
A distant dream, a wish, a longing, an unmet need.
I searched for you, a traveler yearning for home,
In the stars above, but you were just a memory.
I sought your presence in meadows of vibrant flowers,
But as I reached for them, they vanished like a dream.
In the lullabies of children, I listened for your essence,
Yet your form remained a faint and distant memory.
Every moment, I wondered, where is my home?
Lost in my search, a traveler seeking his destination.
Fear gripped my soul, it’s screamed, and the universe shook.
Miraculously, I began to shrink, calling out in fright.
You appeared like the Morning Star, heralding the sun,
Warming the creatures of the world with your radiant light.
You stood like Olympus, proud and grand,
With a tender smile, a loving embrace, scented like wildflowers.
They called you Zoe(Life), the embodiment of Life.
You cradled me, held me close, and guided me to your heart,
Its rhythmic beat attuning me to the dance of life.
I nestled within, your melodious voice whispered,
“Welcome back home, my child.”
A heavy suitcase thudded, disintegrating into nothing.
And the sun’s warmth embraced me once again.
I found my destination, my home, my universe,
In the flow of life, where I belonged.
Kyriakidou Anna